ὀγκηρός

ὀγκηρός
ὀγκ-ηρός, ά, όν, (ὄγκος B)
A bulky, swollen,

ὀστέα Hp.Fract.24

([comp] Comp.) ;

ὀ, εἰς τὸ ἄνω Id.Art.13

([comp] Comp.).
II metaph., stately, pompous,

ὄνομα Demetr.Eloc.176

;

τῆς βασιλείας ὀγκηρότερον διᾴγειν X.HG3.4.8

;

ἐν τραγῳδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει Longin.3.1

;

τὸ ὀ.

bombast,

Arist.EN1127b24

: irreg. [comp] Comp. ὀγκότερος (formed from ὄγκος) Id.Pr.966a2 : [comp] Sup.

ὀγκότατος AP12.187

(Strat.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ογκηρός — ὀγκηρός, ά, όν (Α) 1. εξογκωμένος, ογκώδης, πρησμένος 2. μτφ. πομπώδης («ἐν τραγωδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει», Λογγίν.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀγκηρόν κομπορρημοσύνη, στόμφος 4. φρ. «ὀγκηρότερον διάγειν» το να συμπεριφέρεται κάποιος με μεγαλύτερη… …   Dictionary of Greek

  • ὀγκηρά — ὀγκηρός bulky neut nom/voc/acc pl ὀγκηρά̱ , ὀγκηρός bulky fem nom/voc/acc dual ὀγκηρά̱ , ὀγκηρός bulky fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγκηρότερον — ὀγκηρός bulky adverbial comp ὀγκηρός bulky masc acc comp sg ὀγκηρός bulky neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγκηρῶν — ὀγκηρός bulky fem gen pl ὀγκηρός bulky masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγκηρόν — ὀγκηρός bulky masc acc sg ὀγκηρός bulky neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγκηρότατα — ὀγκηρός bulky adverbial superl ὀγκηρός bulky neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγκηραῖς — ὀγκηρός bulky fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγκηραί — ὀγκηρός bulky fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγκηροτέρους — ὀγκηρός bulky masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγκηροῦ — ὀγκηρός bulky masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀγκηρούς — ὀγκηρός bulky masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”